καταληψία

Greek Monolingual

η
ιατρ. παροδική απώλεια της εκούσιας κινητικότητας με διατήρηση της στάσης που έχει το σώμα ή ένα μέλος του.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. catalepsy < cata- (πρβλ. κατα-) + -lepsy (πρβλ. -ληψία < -λήπτης < λαμβάνω). Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Σίμωνα Αποστολίδη].