καταμέρισις

English (LSJ)

-εως, ἡ, division into parts, Epicur.Ep.2p.48U.; distribution, τῶν μερῶν Metrod.Herc.831.10.

German (Pape)

[Seite 1363] ἡ, die Vertheilung, Epicur. bei D. L. 10, 106.

Greek (Liddell-Scott)

καταμέρῐσις: -εως, ἡ, διανομή, Ἐπίουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 106.

Russian (Dvoretsky)

καταμέρῐσις: εως ἡ разделение, распределение (Epicur., Diog. L. - v.l. κατὰ μέρισιν).