καταμετρώ

Greek Monolingual

(AM καταμετρῶ, -έω)
μετρώ ακριβώς και σε όλες τις διαστάσεις
αρχ.
1. διανέμω κάτι χρησιμοποιώντας ορισμένο μέτρο
2. καθορίζω γη την οποία κατέχω ως στρατιωτικό κλήρο
3. χρησιμεύω ως μέτρο κάποιου.