(AM καταμετρῶ, -έω)μετρώ ακριβώς και σε όλες τις διαστάσειςαρχ.1. διανέμω κάτι χρησιμοποιώντας ορισμένο μέτρο2. καθορίζω γη την οποία κατέχω ως στρατιωτικό κλήρο3. χρησιμεύω ως μέτρο κάποιου.