καταμονή

English (LSJ)

ἡ, a remaining, Plb.3.79.12, Ael.NA9.46, A.D.Synt. 310.19, Artem.5.70.

German (Pape)

[Seite 1364] ἡ, das Verweilen, Zögern, Pol. 3, 79, 12.

Russian (Dvoretsky)

καταμονή:выжидание, замедление, задержка Polyb.

Greek (Liddell-Scott)

καταμονή: τὸ καταμένειν, ἀναβολή, οὐκ ἐπιδεχομένου τοῦ καιροῦ καταμονὴν Πολύβ. 3. 79, 12· ἀλλὰ καὶ ἐπιμονὴ καὶ καρτερία.

Greek Monolingual

καταμονή, ἡ (Α) καταμένω
1. αναβολή
2. επιμονή και καρτερία.