задержка
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
Russian > Greek
ἐπιληψία, καταμονή, ἐγκράτησις, ἐπίσχεσις, στηριγμός, ἀντικατάσχεσις, μελλώ, μέλλημα, ἐναπόλειψις, ἐναπόληψις, παγίς, μέλλησις, ἀναβολή, ἀμβολή, ἀμβολά, ἀντικοπή, ἀντίκρουσις, ἐποχή, ἐπίστασις, ἀνακωχή, ἀνοκωχή, ὑπέρθεσις, ὑπερβολή, διάκρουσις, ἴσχον, μονή, ἀνακοπή, ἀνάβλησις, διατριβή, χρόνος, συνοχή, κατάληψις, κάθεξις, ἀναχαίτισμα, τρίβος, ἐπιμονή, σχέσις, τριβή