καταπάνω
Greek Monolingual
και καταπάνου και κατεπάνω (Μ καταπάνω και καταπάνου και κατεπάνω)
επίρρ. κατευθείαν επάνω
2. εναντίον κάποιου
3. σχετικά με κάτι ή με κάποιον («να κρίνει την υπόθεσιν καταπάνου του λαού ετούτου», Σουμμ.)
4. (για εξουσία) πάνω σε κάποιον («αν ήθελε έχει εξουσία καταπάνου τους», Σουμμ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + (ε)πάνω].