καταπρολείπω

English (LSJ)

forsake utterly, A.R.3.1164.

German (Pape)

[Seite 1372] ganz verlassen, τούς γε καταπρολιπὼν ἐλιάσθη Ap. Rh. 3, 1164.

Greek (Liddell-Scott)

καταπρολείπω: ἐγκαταλείπω, ἐντελῶς λησμονῶ, Ἀπολλ. Ρόδ. Γʹ, 1164.

Greek Monolingual

καταπρολείπω (Α)
εγκαταλείπω, λησμονώ εντελώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + προλείπω «εγκαταλείπω»].