καταργίζω

German (Pape)

[Seite 1374] zaudern oder zögern lassen, σπουδὴ καταργίζει πόδα Aesch. Spt. 356, nach Hermann's Conj. für καταρτίζω.

Greek (Liddell-Scott)

καταργίζω: τινά, κάμνω τινὰ νὰ βραδύνῃ, σπουδὴ οὐ καταργίζει πόδα Αἰσχύλ. Θήβ. 536· ἴδε ἐν λ. ἀπαρτίζω.

Greek Monolingual

(I)
καταργίζω (Α)
αναγκάζω κάποιον να αργοπορήσει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -ἀργίζω (< ἀργός [II])].
(II)
καταργίζω (Μ)
1. βρίζω, καταριέμαι
2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) καταργισμένος, -η, -ον
αφορισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Από τον αόρ. κατ-ήργ-ησα του κατ-αργῶ (ΙΙ) υποχωρητικά, κατά το σχήμα ἐσφράγισα: σφραγίζω.

Greek Monotonic

καταργίζω: κάνω κάποιον να επιβραδύνει, βλ. ἀπαρτίζω.

Middle Liddell

to make to tarry, v. sub ἀπαρτίζω.