καταρνέομαι

English (LSJ)

deny strongly, persist in denying, φῄς, ἢ καταρνῇ μὴ δεδρακέναι τάδε; S.Ant.442, cf. PFlor.181.5 (iii A.D.).

German (Pape)

[Seite 1374] läugnen, φὴς ἢ καταρνεῖ μὴ δεδρακέναι τάδε Soph. Ant. 438.

French (Bailly abrégé)

καταρνοῦμαι;
nier, renier.
Étymologie: κατά, ἀρνέομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατ-αρνέομαι (categorisch) ontkennen.

Russian (Dvoretsky)

καταρνέομαι: отрицать: φῂς ἢ καταρνῇ μὴ δεδρακέναι τάδε; Soph. ты признаешь или отрицаешь, что сделал это?

Greek Monotonic

καταρνέομαι: μέλ. -ήσομαι, αρνούμαι σθεναρά, εμμένω στην άρνηση, σε Σοφ.

Greek (Liddell-Scott)

καταρνέομαι: ἀρνοῦμαι ἰσχυρῶς, ἐπιμένω ἀρνούμενος, μετ’ ἀπαρεμ. καὶ τοῦ μή, φῂς ἢ καταρνεῖ μὴ δεδρακέναι τάδε; Σοφ. Ἀντ. 442.

Middle Liddell

fut. -ήσομαι
to deny strongly, persist in denying, Soph.