καταρρακτήρ

English (LSJ)

καταρρακτῆρος, ὁ, down-swooping, κίρκος Lyc.169, cf. 539.

Greek (Liddell-Scott)

καταρρακτήρ: ῆρος, ὁ, (ἐκ τοῦ καταρράσσω), ὁ καταστρέφων, καταστροφεύς, κίρκος κ., (Σχολ. καταστρέφων, ὁ καταρράσων τὴν πόλιν, διὰ τὴν ἁρπαγὴν τῆς Ἑλένης) Λυκόφρ. 199, 539.

Greek Monolingual

καταρρακτήρ, -ῆρος, ὁ (Α) καταρράσσω
αυτός που φέρνει καταστροφή, ο καταστροφέας.

German (Pape)

ῆρος, ὁ, = καταρράκτης, der Herabreißende, κίρκος Lyc. 169, σίνις 539.