σίνις

From LSJ

Ἡρακλέους ὀργήν τιν' ἔχων → with a temper like Heracles', with a temper like Hercules'

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σίνις Medium diacritics: σίνις Low diacritics: σίνις Capitals: ΣΙΝΙΣ
Transliteration A: sínis Transliteration B: sinis Transliteration C: sinis Beta Code: si/nis

English (LSJ)

[σῐ], ιδος, ὁ, acc. σίνιν, (σίνομαι)
A ravager, plunderer, Αὐτόλυκον πολέων κτεάνων σίνιν Antim.(?) ap.Sch.S.OC378; ἔθρεψεν λέοντα σίνιν δόμοις (λέοντος ἶνιν Conington) A.Ag.718, cf. Call.Ap.92, Lyc.539: as adjective destroying, σ. ἀνήρ, as an example of a γλῶσσα, Poet. ap. Arist. Rh.1406a8.
II pr. n. Σίνις, the Destroyer, a famous robber of the Isthmus of Corinth, E.Hipp.977, Marm.Par.36, X.Mem.2.1.14, etc.; cf. Πιτυοκάμπτης. (Freq. misspelt σίννις in codd., as Arist. l.c.)

German (Pape)

[Seite 883] ὁ, der Schädiger, Schadenstifter, Verwüster, Räuber; ἔθρεψεν δὲ λέοντα σίνιν δόμοις, Aesch. Ag. 700; κτεάνων, Soph. frg. 230; Sp. – Vgl. nom. pr.

French (Bailly abrégé)

ιδος (ὁ) :
acc. -ιν;
dévastateur, malfaiteur.
Étymologie: σίνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σίνις -ιδος [σίνομαι] verwoestend, schadelijk.

Russian (Dvoretsky)

σίνις: или σίννις, ιδος (σῐ, acc. σῑ) ὁ грабитель, разоритель, хищник (Aesch. - v.l. ἶνις; Soph., Arst.).

Greek Monolingual

-ιδος, ὁ, Α
1. καταστροφέας, αυτός που προξενεί βλάβες
2. ως επίθ. καταστρεπτικός
3. ως κύριο όν. ὁ Σίνις
μυθ. ο διαβόητος ληστής του Ισθμού της Κορίνθου, ο Πιτυοκάμπτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σιν- του σίνομαι «καταστρέφω» + επίθημα -ις, -ιδος].

Greek Monotonic

σίνις: [σῐ], -ιδος, ὁ, αιτ. σίνιν (σίνομαι),
I. συλητής, αυτός που λυμαίνεται, που αρπάζει, λαφυραγωγεί, λεηλατεί, ερημώνει, βάνδαλος, καταστροφέας, σε Αισχύλ.· ως επίθ., καταστροφικός, ολέθριος· σίνις ἀνήρ, ως παράδειγμα για τη γλῶσσα (βλ. Αριστ. Περὶ Ποιητικῆς), Ποιητής παρ' Αριστ. Ρήτ.
II. ως κύριο όνομα, Σίνις, ο Καταστροφέας, περίφημος ληστής στον Ισθμό της Κορίνθου, που είχε το προσωνύμιο Πιτυοκάμπτης, λόγω του τρόπου θανάτωσης των θυμάτων του, σε Ευρ., Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

σίνις: [σῐ], ιδος, ὁ, αἰτ. σίνιν, (σίνομαι) ὁ βλάπτων, ἐρημώνων, λυμαινόμενος, διαρπάζων, σ. κτεάνων Σοφ. Ἀποσπ. 230· λέοντα σίνιν δόμοις (ὁ Coningt. προτείνει λέοντος ἶνιν ἐνταῦθα καὶ ἦθος ἐν στίχ. 728), Αἰσχύλ. Ἀγ. 718, πρβλ. Καλλ. εἰς Ἀπόλλ. 90, Λυκόφρ. 539· ― ὡσαύτως ὡς ἐπίθετον, καταστρέφων, καταστρεπτικός, σ. ἀνήρ, ὡς παράδειγμα γλώσσης, Ποιητὴς παρ’ Ἀριστ. Ρητ. 3. 3, 2. ΙΙ. ὡς κύριον ὄνομα, Σίνις, ὁ καταστρέφων, ὀλέθριος, ὁ Ὄλεθρος, διαβόητος ληστὴς ἐν τῷ Ἰσθμῷ τῆς Κορίνθου καλούμενος Πιτυοκάμπτης, Εὐρ. Ἱππ. 977, Χρον. Πάρ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 2374. 36, Ξεν., κλπ. Ὁ τύπος Σίννις εἶναι πλημμελής.

Middle Liddell

σῐ́νις, ιδος, ὁ, σίνομαι
I. a ravager, plunderer, Aesch.:—as adj. destroying, ς. ἀνήρ as an example of a γλῶσσα, Poeta ap. Arist.
II. as prop. n., Σίνις, the destroyer, a famous robber of the Isthmus of Corinth, called ὁ Πιτυοκάμπτης, Eur., Xen.