καταρρακτώδης
Greek Monolingual
-ες
αυτός που μοιάζει με καταρράκτη, ορμητικός («καταρρακτώδης βροχή»).
επίρρ...
καταρρακτωδώς
με καταρρακτώδη τρόπο, σαν καταρράκτης, ορμητικά («έβρεξε καταρρακτωδώς).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καταρράκτης + κατάλ. -ώδης (πρβλ. ανθώδης, χαώδης). Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον Αν. Σούλη].