καταῖθυξ
English (LSJ)
v. καταιθύσσω.
German (Pape)
[Seite 1350] nach Hesych. ὄμβρος ὁ καταιθύσσων.
Greek Monolingual
καταίθυξ (Α)
1. ορμητικός
2. φρ. «καταῖθυξ ὄμβρος» — ραγδαία βροχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικός σχηματισμός < κατ-αιθύσσω].
v. καταιθύσσω.
[Seite 1350] nach Hesych. ὄμβρος ὁ καταιθύσσων.
καταίθυξ (Α)
1. ορμητικός
2. φρ. «καταῖθυξ ὄμβρος» — ραγδαία βροχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικός σχηματισμός < κατ-αιθύσσω].