κατεργαριά

Greek Monolingual

η κατεργάρης
1. το χαρακτηριστικό γνώρισμα του κατεργάρη, δολιότητα, πανουργία, πονηριά
2. η πράξη του κατεργάρη, απάτη, δόλος («με κατεργαριές θέλει να σού φάει την περιουσία»).