κατερητύω
English (LSJ)
fut. -ύσω [ῡ] S.Ph.1416 (anap.):—hold back, detain, κατερήτυον ἐν μεγάροισι Il.9.465, Od.9.31; φωνῇ… κατερήτυε 19.545; κατερητύσων ὁδόν S.l.c.; κ. αὐδήν, θυμόν, Orph.A.1170, 1177.
German (Pape)
[Seite 1397] fest-, zurückhalten; Il. 9, 465 Od. 9, 33; Soph. Phil. 1402 κατερητύσων ὁδόν, verhindern; θυμόν Orph. Arg. 1175.
French (Bailly abrégé)
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατ-ερητύω tegenhouden; overdr. kalmeren:. φωνῇ δὲ βροτέῃ κατερήτυε en met menselijke stem stelde (de vogel) mij gerust Od. 19.545.
Russian (Dvoretsky)
κατερητύω: удерживать (ἐν μεγάροισιν, sc. τινά Hom.); останавливать: φωνῇ κατερήτυε φώνησέν τε Hom. он голосом остановил (меня), т. е. обратился ко мне и сказал; ἥκω κατερητύσων ὁδὸν ἡν στέλλει Soph. я прихожу, чтобы удержать тебя от задуманного пути.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
κατερητύω (Α)
κρατώ, κατακρατώ, εμποδίζω, αναχαιτίζω κάποιον ή κάτι («κατερητύσων θ' ὁδὸν ἣ ν στέλλει», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἐρητύω «εμποδίζω, αναχαιτίζω»].
Greek Monotonic
κατερητύω: μέλ. -ύσω [ῡ], κρατώ πίσω, αναχαιτίζω, σε Όμηρ., Σοφ.
Greek (Liddell-Scott)
κατερητύω: μέλλ. -ύσω ῡ·- κρατῶ ὀπίσω, ἀναχαιτίζω, λισσόμενοι κατερήτυον ἐν μεγάροισι Ἰλ. Ι. 465, Ὀδ. Ι. 31· φωνῇ… κατερήτυε Τ. 545· κατερητύσων ὁδὸν ἣν στέλλει Σοφ. Φιλ. 1416· κ. αὐδήν, θυμὸν Ὀρφ. Ἀργ. 1175, 1182, πρβλ. ἐρύκω καὶ κατερύκω.