κατευόδωμα
Greek Monolingual
το (Μ κατευόδωμα[ν] και καταυόδωμα[ν]) κατευοδώνω
1. η ενέργεια του κατευοδώνω, το ξεπροβόδισμα κάποιου που φεύγει, η προπομπή κάποιου με ευχές
2. κατευόδωση, επιτυχία, αίσια έκβαση, ευδοκίμηση
μσν.
1. καθοδήγηση, κανόνας ζωής
2. κατόρθωμα, επιτυχία.