κατηφέω
English (LSJ)
to be downcast, to be mute with horror or grief, στῆ δὲ κατηφήσας Il.22.293; ἀκάχοντο κατήφησάν τ' ἐνὶ θυμῷ Od.16.342, cf. Call.Epigr.22, A.R.2.443, etc.; τί δαὶ κατηφεῖς ὄμμα; E.Med. 1012; of animals, Arist.HA604b12; καὶ κατηφήσαι [ἂν] θεός and well might God grieve, J.BJ3.8.4 (v.l. οὓς κατέφησεν).
German (Pape)
[Seite 1401] niedergeschlagen, bestürzt, beschämt sein; στῆ δὲ κατηφήσας Il. 22, 292; μνηστῆρες δ' ἀκάχοντο κατήφησάν τ' ἐνὶ θυμῷ Od. 16, 342; τί δὴ κατηφεῖς ὄμμα; was schlägst du das Auge nieder? Eur. Med. 1008; sp. D., wie Csilim. 59 (VII, 517); Arist. H. A. 8, 29 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
κατηφῶ :
être triste, honteux, confus.
Étymologie: κατηφής.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατηφέω [κατηφής] moedeloos zijn, beschaamd zijn:. στῆ δὲ κατηφήσας hij stond er beteuterd bij Il. 22.293.
Russian (Dvoretsky)
κατηφέω:
1 быть подавленным, пасть духом, приуныть (ἐνὶ θυμῷ Hom.);
2 печально опускать (τί δὴ κατηφεῖς ὄμμα; Eur.);
3 держать голову вниз (κατηφεῖ ἀεί, sc. ὁ ἵππος Arst.).
English (Autenrieth)
aor. κατήφησαν, part. -φήσᾶς: be humiliated, confounded, Od. 16.342, Il. 22.293.
Greek Monotonic
κατηφέω: μέλ. -ήσω, είμαι κατηφής, κατεβάζω τα μάτια από θλίψη ή ντροπή, σε Όμηρ., Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
κατηφέω: εἶμαι κατηφής, καταιβάζω τὰ ὄμματα ἕνεκα θλίψεως ἢ αἰσχύνης, στῆ δὲ κατηφήσας Ἰλ. Χ. 293· ἀκάχοντο κατήφησάν τ’ ἐνὶ θυμῷ Ὀδ. ΙΙ. 342, πρβλ. Καλλ. Ἐπιγράμμ. 21, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 443, κτλ.· τί δὴ κατηφεῖς ὄμμα; Εὐρ. Μήδ. 1012· ἐπὶ ζῴων, ἐπὶ τοῦ ἵππου πάσχοντος τὸ νόσημα νυμφίασιν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 23, 4.
Middle Liddell
fut. ήσω
to be downcast, to be mute with horror or grief, Hom., Eur. [from κατηφής