κατσάρωμα

Greek Monolingual

το κατσαρώνω
1. το να κάνει κάποιος κατσαρό κάτι, να του μεταβάλει το σχήμα και να το κάνει σγουρό
2. (για φυτά) ελικοειδής αναρρίχηση.