σκῆπτρον χρυσείοις ἥλοισι πεπαρμένον → sceptre pierced with golden studs, staff studded with golden nails
κατσαρός1. κάνω κάτι κατσαρό, σγουραίνω («κατσάρωσε τα μαλλιά της»)2. γίνομαι σγουρός3. (για φυτά) αναρριχώμαι ελικοειδώς.