κατσαρώνω

From LSJ

Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid

Menander, Monostichoi, 145

Greek Monolingual

κατσαρός
1. κάνω κάτι κατσαρό, σγουραίνω («κατσάρωσε τα μαλλιά της»)
2. γίνομαι σγουρός
3. (για φυτά) αναρριχώμαι ελικοειδώς.