Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κατσαρώνω

From LSJ

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560

Greek Monolingual

κατσαρός
1. κάνω κάτι κατσαρό, σγουραίνω («κατσάρωσε τα μαλλιά της»)
2. γίνομαι σγουρός
3. (για φυτά) αναρριχώμαι ελικοειδώς.