κατσαρώνω
From LSJ
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
κατσαρός
1. κάνω κάτι κατσαρό, σγουραίνω («κατσάρωσε τα μαλλιά της»)
2. γίνομαι σγουρός
3. (για φυτά) αναρριχώμαι ελικοειδώς.