κατωφαγάς
Greek Monolingual
κατωφαγᾱς, -οῦ και -ᾱ και καταφαγᾱς, ὁ (Α)
ονομασία λαίμαργου πτηνού με το κεφάλι συνεχώς προς τα κάτω για να βρίσκει σπόρους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάτω + φαγᾶς.
Greek Monotonic
κατωφᾰγάς: -οῦ ή -ᾶ, ὁ (φαγεῖν), αυτός που τρώει με το κεφάλι προς το έδαφος, αδηφάγος, λαίμαργος, αχόρταγος, σε Αριστοφ.