καυχῶμαι

Mantoulidis Etymological

(=κομπάζω, ὑπερηφανεύομαι). Ἀπό τό καύχη (=αὐτοέπαινος). Εἶναι συγγενικό μέ τό αὐχέω -ῶ.
Παράγωγα: καύχημα, καυχηματίας, καύχησης, καυχητής, καυχήμων.