κειμηλιάρχης

English (LSJ)

κειμηλιάρχου, ὁ, treasurer, Just.Nou.40 Praef.1.

German (Pape)

[Seite 1412] ὁ, Aufseher über Kostbarkeiten, erst Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κειμηλιάρχης: ἢ -χος, ου, ὁ, θησαυροφύλαξ, ὁ ταμίας ἢ ἀποθηκάριος, τῶν κειμηλίων, Βυζ., ἴδε Ducang.- κειμηλιάρχιον καὶ κειμηλιαρχεῖον, τὸ, θησαυροφυλάκιον, ταμεῖονἀποθήκη ἐν ᾗ τὰ κειμήλια φυλάσσονται, Πανδέκτ.

Greek Monolingual

και κειμηλίαρχος, ο (Α κειμηλιάρχης)
ο φύλακας κειμηλίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κειμήλιον + -άρχης / -αρχος (< ἄρχω), πρβλ. αυλ-άρχης / ναύ-αρχος].