κεν

English (LSJ)

v. κε.

Greek (Liddell-Scott)

κεν: πρὸ φωνήεντος, ἀντὶ κε, (ὃ ἴδε), Ὅμ.

Greek Monolingual

κεν και κε (Α)
(δυνητ. μόριο) αν.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δυνητικό μόριο που χρησιμοποιούνταν όπως το ἄν και απαντά με ποικίλες μορφές: στην επικ. ποίηση ως κεν, στην αιολ. και κυπριακή διάλεκτο ως κε και στη δωρ. ως κα. Ο τ. κεν (κυρίως προ φωνήεντος) συνδέεται με αρχ. ινδ. kam, χεττιτ. kan και εμφανίζει πιθ. το δεικτικό στοιχείο κε (βλ. εκεί, εκείνος) και το επιρρμ. (τοπικό) στοιχείο -ν. Κατ' άλλους, το ληκτικό αυτό -ν ερμηνεύεται ως ιων. εφελκυστικό που τίθεται στον αιολ. τ. κε προ φωνήεντος
ο τ. αυτός (κε) αποτελεί πιθ. προϊόν συμφυρμού τών κεν και κα. Ο δωρ. τ. κᾱ, τέλος, απαντά αρχικά με μαρτυρία του με είναι αβέβαιη) και συνδέεται με ρωσ. -ko, -ka. Ανάγεται πιθ. στη συνεσταλμένη βαθμίδα () του τ. κεν (ken), αν το -ν θεωρηθεί επιρρμ. στοιχείο και όχι εφελκυστικό].

Greek Monotonic

κεν: πριν από φωνήεν αντί κε.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κεν zie κε.