κε
τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion
English (LSJ)
also κεν, Ep., Lesb., Cypr. (Inscr.Cypr.135.10 H., al.), Thess. (IG9(2).517.13, al. (Larissa)); always enclitic, = ἄν and κᾱ (qq.v.); οὐκ ἄν… ἀλλά κεν Il.13.290; οὐκ ἄν… οὐδέ κε 19.272, al.; both coupled, ἄν κεν 11.187, Od.5.361, Parm.8.19, etc.; [ὄσσα] κε θέλῃ Sapph. Supp.1.3; τί κεν ποείην; Ead.Oxy.1787 Fr.1 + 2.16; κεν ἄν dub. in IGRom.4.1302.51 (Cyme); εἴ κ' ἄν (more prob. εἰκ ἄν) IG5(2).6 (Tegea, iv B.C.); κε repeated, Od.4.733.
French (Bailly abrégé)
v. κέ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κε ep. en Aeol. voor ἄν, Dor. κα, voor voc. κεν, steeds encl.
Russian (Dvoretsky)
κε: (перед гласными κέν, дор. κά (ᾱ), с элизией κ᾽, перед придыханием χ᾽) эп.-ион. энклитич. частица, близкая к ἄν и приблиз. соотв. русск. бы, если, ли, пожалуй (с оттенком недостоверности, условности, возможности, предположительности, колебания или пожелания; строится с ind., conjct. и opt., редко с inf.): ὥς κέν τις φαίη Hom. так что можно было бы подумать; ἀλλά κε, κεῖνα ἰδών, ὀλοφύραο θυμῷ Hom. но видя это, ты застонал бы в душе; ἔνθα κ᾽ ἄϋπνος ἀνὴρ δοιοὺς ἐξήρατο μισθούς Hom. там обходящийся без сна человек получал бы двойной заработок; τῷ δέ κε νικήσαντι φίλη κεκλήσῃ ἄκοιτις Hom. ему, если он победит, ты и будешь наречена милой супругой; τῷ νῦν μηδὲ σὺ κεῦθε νοήμασι, ὅττι κε σ᾽ εἴρωμαι Hom. а потому ничего не скрывай в мыслях, если я тебя о чем-л. спрошу; οὐκ οἶδ᾽, εἴ κεν μ᾽ ἀνέσει θεός, ἤ κεν ἁλώω αὐτοῦ ἐνὶ Τροίῃ Hom. не знаю, отпустит ли меня (живым) бог, или я погибну здесь в Трое; σοὶ δὲ θωὴν ἐπιθήσομεν, ἥν κ᾽ ἐνὶ θυμῷ τίνων ἀσχάλλῃς Hom. на тебя же мы наложим кару, которая будет, мы уверены, тяжка твоей душе; ὅττι τάχιστα εἴδομεν, ὁπποτέρῳ κεν Ὀλύμπιος εὖχος ὀρέξῃ Hom. чтоб нам поскорее узнать, кому Олимпиец дарует славу; ὥς κέν οἱ γαῖα χάνοι! Hom. о, если бы под ним земля разверзлась!
English (Slater)
κε, (ν) = ἄν.
1 in principal clauses.
a c. aor. ind. ἤτοι καὶ τεά κεν ἀκλεὴς τιμὰ κατεφυλλορόησεν ποδῶν, εἰ μὴ στάσις σ' ἄμερσε πάτρας (O. 12.13) ἰατῆρά τοί κέν μιν πίθον παρασχεῖν (P. 3.65) καί κεν ἐν ναυσὶν μόλον (P. 3.68) κείνῳ φάος ἐξικόμαν κε (P. 3.76) τετράτων παίδων κ' ἐπιγεινομένων αἷμά οἱ κείναν λάβε (P. 4.47) θαμά κε, τῷδε μέλει κλιθείς, ὕμνον κελάδησε καλλίνικον (N. 4.15) οὔ κεν ὅπλων χολωθεὶς ὁ καρτερὸς Αἴας ἔπαξε διὰ φρενῶν λευρὸν ξίφος (N. 7.25) πρὸ πόνων δέ κε μεγάλων Δαρδανίαν ἔπραθεν (Pae. 6.90) Χρομίῳ κεν ὑπασπίζων ἔκρινας (N. 9.34)
b c. impf. ind. ἤθελον Χίρωνά κε Φιλλυρίδαν, εἰ χρεὼν κοινὸν εὔξασθαι ἔπος, ζώειν I would wish (P. 3.1)
c c. opt. aor., pres. τά κέ τις ἀνώνυμον γῆρας ἕψοι μάταν; (O. 1.82) τίνα κεν φύγοι ὕμνον κεῖνος ἀνήρ; (O. 6.6) ἐνέποι κεν Καλλιμάχῳ λιπαρὸν κόσμον Ὀλυμπίᾳ (O. 8.82) θάξαις δέ κε (byz.: καί codd.) (O. 10.20) ἦ κεν ἀμνάσειεν (P. 1.47) σύν τοι τίν κεν ἁγητὴρ ἀνὴρ τράποι (P. 1.69) καί κε μυθήσαιθ (P. 4.298) ναυσὶ δ' οὔτε πεζὸς ἰών λτ;κενγτ; εὕροις ὁδόν (supp. Hermann: om. codd.) (P. 10.29) τῶν δ' ἕκαστος ὀρούει, τυχών κεν ἁρπαλέαν σχέθοι φροντίδα τὰν πὰρ ποδός (P. 10.62) ἀπειρομάχας ἐών κε φανείη λόγον ὁ μὴ συνιείς (N. 4.30) οἶον αἰνέων κε Μελησίαν ἔριδα στρέφοι (N. 4.93) δελφῖνι καὶ τάχος δἰ ἅλμας ἶσόν κ' εἴποιμι Μελησίαν (Wil., Schr.: κεν τάχος δἰ ἅλμας ἴσον εἴποιμι codd.) (N. 6.64) φαῖμέν κε γείτον' ἔμμεναι (N. 7.87) ἐν τίν κ' ἐθέλοι (N. 7.90) ἀξιωθείην κεν, ἐὼν Θρασύλου Ἀντία τε σύγγονος, Ἄργει μὴ κρύπτειν φάος ὀμμάτων (N. 10.39) “ἥμισυ μέν κε πνέοις γαίας ὑπένερθεν ἐών” (N. 10.87) καὶ νῦν ἐν Ἄρει μαρτυρήσαι κεν πόλις Αἴαντος ὀρθωθεῖσα ναύταις (I. 5.48) φαίης κέ νιν ἄνδρ' ἐν ἀεθληταῖσιν ἔμμεν Ναξίαν ἀκόναν (I. 6.72) “λύοι κεν χαλινὸν ὑφ' ἥρωι παρθενίας” (I. 8.45) “λίαν μοι [δέο]ς ἔμπεδον εἴη κεν (Pae. 4.50) ἐν ξυνῷ κεν εἴη συμπόταισίν τε γλυκερὸν κέντρον fr. 124. 2.
2 in subordinate constructions.
a c. inf. [
I representing original Homeric fut. + κε, cf. Goodwin, M & T, § 208, K-G, 1. 241. εἰ δὲ μὴ ταχὺ λίποι, ἕτι γλυκυτέραν κεν ἔλπομαι κλείξειν (v.l. κλείζειν: κεν om. codd. nonnulli: τε coni. Schr.) (O. 1.109) ]
II representing opt. + κε. εἰ δέ μοι πλοῦτον θεὸς ἁβρὸν ὀρέξαι, ἐλπίδ' ἔχω κλέος εὑρέσθαι κεν ὑψηλὸν (P. 3.111) [ <κεγτ; λαθέμεν (coni. Turyn.) (O. 1.64) ] cf. α. supra.
III representing impf. + κε, iterative. φαντί γε μὰν οὕτω κ' ἀνδρὶ παρμονίμαν θάλλοισαν εὐδαιμονίαν τὰ καὶ τὰ φέρεσθαι (Wil.: κεν codd.) (P. 7.20)
b in rel. clause.
I c. subj. “γένος, οἵ κεν τέκωνται φῶτα” (P. 4.51)
II c. opt. ῥῆμα δ' ἐργμάτων χρονιώτερον βιοτεύει, ὅ τι κε σὺν Χαρίτων τύχᾳ γλῶσσα φρενὸς ἐξέλοι βαθείας (N. 4.7)
c dub. [εἰ γάρ τις ἐξερείψαι κεν (codd.: ἐξερείψειεν coni. Thiersch: ἐξερείψῃ μὲν Hermann) (P. 4.264) ]
d frag. ]μενος οὔ κεν ἐς ἀπλακ[ (Pae. 18.6)
Greek Monolingual
(I)
κε (Α)
βλ. κεν.
(II)
(βυζ. μουσ.)
μουσικός φθόγγος που κατέχει την έκτη βαθμίδα της πρωτότυπης φυσικής διατονικής κλίμακας και αντιστοιχεί προς τον φθόγγο λα της ευρωπαϊκής συγκερασμένης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι Βυζαντινοί δήλωναν τις βαθμίδες της μουσικής κλίμακας με τα πρώτα γράμματα του αλφαβήτου, προσθέτοντας σύμφωνα προ τών φωνηέντων (πρβλ. πΑ, κΕ, νΗ) και φωνήεντα μετά τα σύμφωνα (πρβλ. Βου, Γα, Δι, Ζω) για ευφωνικούς λόγους].
Greek Monotonic
κε: και πριν από φωνήεν γίνεται κεν, Επικ. και Ιων. αντί ἄν, Αιολ. και αρχ. Δωρ. κᾱ· πάντοτε εγκλιτικό.
Greek (Liddell-Scott)
κε: καὶ πρὸ φωνήεντος κεν, Ἐπικ. καὶ Ἰων. ἀντὶ τοῦ ἂν (ὅ ἴδε)· Αἰολ. καὶ Ἀρχ. Δωρικ. κᾱ (πρβλ. γε, γα)· ἀείποτε ἐγκλιτικόν. Ὅτι τὰ ἂν καὶ κε (ἢ κεν) εἶναι ἰσοδύναμα, φαίνεται ἀναντιρρήτως ἐκ τῆς χρήσεως αὐτῶν ἐν ἀντιστοιχούσαις προτάσεσιν, οὐκ ἂν... ἀλλὰ κεν..., Ἰλ. Ν. 289 κἑξ.· οὐκ ἄν..., οὐδὲ κε..., Τ. 271, κἑξ., πρβλ. Ι. 416 κἑξ.· Ὀδ. Σ. 27 κἑξ., κτλ.· ἐνίοτε ἀμφότερα ἀπαντῶσιν ὁμοῦ, ὄφρ’ ἂν μὲν κεν Ἰλ. Λ. 187, πρβλ. Ν. 127, Ὀδ. Ε. 361, κτλ.· ἀλλὰ τοῦτο δὲν ἀποδεικνύει διαφορὰν μεταξὺ τῶν δύο, διότι τὸ κε ἐπαναλαμβάνεται ἐν τῇ αὐτῇ προτάσει ἐν Ὀδ. Δ. 733· καὶ εἶναι γνωστὴ ἡ ἐπανάληψις τοῦ ἄν, ἴδε ἂν Δ. ΙΙ. Περὶ τῆς χρήσεως τοῦ κε, κεν, ἢ κα, ἥτις εἶναι σχεδὸν ἡ αὐτὴ τῇ χρήσει τοῦ ἄν, ἴδε ἄν.
Frisk Etymological English
Grammatical information: pcle
Meaning: modal part. = IA., Aeol. Cypr.; Arc. ἄν.
Other forms: κεν (Hom.); κα (Dor.; poet. κα)
Origin: IE [Indo-European] [??] *ken, kn̥ modal pcle.
Etymology: With κα agrees Russ. -ko (after dat. of personal pronouns and after imperative), beside which -ka = κα. With κα: κε cf. γα: γε. The final nasal in κεν can be explained as ion. ν ἐφελκυστικόν; genetic connexion with the underlining Skt. kám and the Slav. preposition kъ (both from IE. *kom) is not believable in spite of the groups nú kam: νύ κεν. One connects κεν zero grade with κα before consonant, καν (Arcadian) before vowel; κε could be remade after κα (Palmer in A Companion to Homer 90-92. οὐ καν may have been changed to οὐκ ἄν - Details in Schwyzer-Debrunner 568f.; on the use also Gonda Moods 135ff. See Forbes, Glotta 37 (1958) 179-182 and Lee, Am. J. Ph. 98 (1967) 45-56.
Frisk Etymology German
κε: (äol. kypr.),
{ke}
Forms: κεν (ep. poet. seit Hom.), κα (dor.; Dichter κα)
Meaning: Modalpartikel = ion. att., ark. ἄν.
Etymology: Mit κα deckt sich formal das hervorhebende russ. -ko (nach Dat. von Personalpronomina und nach Imperativen), woneben -ka = κα. Zu κα: κε vgl. γα: γε. Der auslautende Nasal in κεν kann als ion. ν ἐφελκυστικόν erklärt werden; genetischer Zusammenhang mit dem hervorhebenden aind. kám und mit der slav. Präposition kъ (beide aus idg. *qom) ist trotz der anklingenden Verbindung nú kam: νύ κεν nicht glaubhaft. — Einzelheiten m. Lit. bei Schwyzer-Debrunner 568f.; zum Gebrauch noch Gonda Moods 135ff.
Page 1,805