κενοπονώ

Greek Monolingual

κενοπονῶ, -έω (Α)
κοπιάζω μάταια, ματαιοπονώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο)- + -πονῶ (< -πόνος < πόνος), πρβλ. ματαιοπονώ, φιλοπονώ].