Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
φιλοπονῶ, -έω, ΝΜΑ φιλόπονος
είμαι φιλόπονος, αγαπώ την εργασία
νεοελλ.
φιλοτεχνώ
αρχ.
1. (με αιτ. πράγματος) μοχθώ, κοπιάζω για κάτι
2. φρ. «φιλοπονῶ περί τι» ή «φιλοπονοῦμαι περί τινος» — φροντίζω με προθυμία για κάτι (Αριστοτ.).