κεραμεία
English (LSJ)
ἡ, the potter's craft, Pl.Prt. 324e: prov., ἐν πίθῳ τὴν κ. μανθάνειν, of those who undertake the most difficult tasks without learning the elements of the art, Id.Grg.514e, cf.La.187b, Dicaearch. Hist.51; τῆς αὐτῆς κ., of the same make, Eratosth. ap. Ath.11.482b.
German (Pape)
[Seite 1419] ἡ, Töpferei, Töpferkunst; Plat. Prot. 324 e; ἐν τῷ πίθῳ τὴν κεραμείαν μανθάνειν, sprichwörtlich: die Sache beim verkehrten Ende anfangen, Gorg. 514 e, vgl. Schol.; ἦσαν δὲ καὶ οὗτοι οἱ κότυλοι τῆς αὐτῆς κεραμείας Ath. XI, 482 b.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
art du potier.
Étymologie: κεραμεύς.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κεραμεία -ας, ἡ [κεραμεύς] pottenbakkerskunst, spreekw.: ἐν τῷ πίθῳ τὴν κεραμείαν μανθάνειν de pottenbakkerskunst leren aan de hand van de grote aarden pot (niet gehinderd worden door enige kennis) Plat. Grg. 514c.
Russian (Dvoretsky)
κερᾰμεία: ἡ гончарное ремесло: ἐν τῷ πίθῳ τὴν κεραμείαν μανθάνειν погов. Plat. изучать гончарное искусство на самых крупных сосудах, т. е. начинать со слишком трудного, не с того конца.
Greek (Liddell-Scott)
κερᾰμεία: ἡ, κεραμουργία, ἡ τέχνη ἢ τὸ ἔργον τοῦ κεραμέως, Πλατ. Πρωτ. 324C· παροιμ., ἐν πίθῳ τὴν κερ. μανθάνειν, ἐπὶ τῶν ἐπιχειρούντων τὰ δυσκολώτατα πρὶν ἢ μάθωσι τὰ ἁπλούστατα τῆς τέχνης στοιχεῖα, Πλάτ. Γοργ. 514Ε, πρβλ. Λάχ. 187Β, ἴδε Παροιμιογρ. σ. 46, 294· τῆς αὐτῆς κ., τῆς αὐτῆς κατασκευῆς, Ἐρατοσθ. παρ’ Ἀθην. 483Β.
Greek Monolingual
κεραμεία, ἡ (Α) κεραμεύς
1. η τέχνη του κεραμέα, η κεραμευτική («οὐ τεκτονική, οὐδὲ χαλκεία οὐδὲ κεραμεία», Πλάτ.)
2. παροιμ. «ἐν τῇ πίθῳ τὴν κεραμείαν ἐπιχειρεῖν μανθάνειν», δηλ. προσπαθεί να μάθει την τέχνη της κεραμευτικής και αρχίζει από την κατασκευή πιθαριών
λεγόταν γι' αυτούς που προσπαθούν να μάθουν τα δυσκολότερα πριν μάθουν τα στοιχειώδη.
Greek Monotonic
κερᾰμεία: ἡ (κεραμεύς), κεραμική τέχνη ή επιδεξιότητα, σε Πλάτ.