κερατάς
Greek Monolingual
ο (Μ κερατᾱς) κέρατο
άνδρας του οποίου η σύζυγος μοιχεύεται, απατημένος σύζυγος
νεοελλ.
1. (εντομ.) είδος εντόμου
2. φρ. «του κερατά...» — έκφραση με την οποία κάποιος δηλώνει ότι το αναφερόμενο θέμα είναι αυτονόητο («θα έρθει άραγε σήμερα; ε, του κερατά πια να μην έρθει και σήμερα»)
3. παροιμ. «όσο καθίζει ο κερατάς, το κέρατό του αυξαίνει» — γι' αυτούς που ανέχονται να τους απατά η γυναίκα τους
μσν.
παρωνυχίδα.