παρωνυχίδα

From LSJ

Βίων δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνονBion used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Bion said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep

Source

Greek Monolingual

και παρανυχίδα, η / παρωνυχίς, -ίδος, ΝΜΑ
1. μικρή ακίδα στην άκρη του νυχιού ή γύρω από το νύχι
2. ασήμαντο γεγονός, ασήμαντη, αμελητέα πλευρά ενός θέματος
νεοελλ.
το φυτό παρωνυχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + -ωνυχίς (< ὄνυξ, -υχος). Το -ω- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].