κεραυνεγχής

English (LSJ)

κεραυνεγχές, = ἐγχεικέραυνος, B.7.48.

Greek (Liddell-Scott)

κεραυνεγχής: -ές, = ἐγχεικέραυνος, Βακχυλ. VII. 48 (Blass).

Greek Monolingual

κεραυνεγχής, -ές (Α)
εγχεικέραυνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεραυνός + -εγχής (< ἔγχος «δόρυ»), πρβλ. θυρσεγχής, χρυσεγχής].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κεραυνεγχής -ες [κεραυνός, ἔγχος] die de bliksem heeft als speer.