κερχνηίς

Greek Monolingual

κερχνηίς -ίδος και κερχνής, -ήδος και κέρχνη και κεγχρηίς, -ίδος και κεγχρίς, -ίδος, ἡ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) είδος γερακιού που πήρε την ονομασία του από τη βραχνή φωνή του.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κερχνηίς < κέρχνος (II) «βραχνάδα» + κατάλ. -ηίς, που απαντά και σε άλλες ονομ. πουλιών (πρβλ. χλωρ-ηίς «αηδόνι» < χλωρός). Από το κερχνηίς προέκυψε με μεταπλασμό κατά τα πρωτόκλιτα ο τ. κέρχνη. Τέλος, κατά παρετυμολογική σύνδεση με το κέγχρος, το οποίο μάλιστα εμφανίζει παράλληλο τ. κέρχνος, προέκυψαν οι τ. κεγχρ-ηίς και κεγχρ-ίς].