κερόδετος

English (LSJ)

κερόδετον, bound with or made of horn, τόξα E.Rh.33 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1425] mit Horn verbunden, τόξον, Eur. Rhes. 33. Vgl. κέρας.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
lié de cercles de corne (arc).
Étymologie: κέρας, δέω¹.

Russian (Dvoretsky)

κερόδετος: стянутый рогом, т. е. роговой (τόξον Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

κερόδετος: -ον, δεδεμένος διὰ κέρατος ἢ πεποιημένος ἐκ κέρατος, τόξον Εὐρ. Ρῆσ. 33.

Greek Monolingual

κερόδετος, -ον (Α)
ο συνδεδεμένος, δηλ. κατασκευασμένος, από κέρατο («κερόδετα τόξα», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας + -δετός (< δέω [ΙΙ] «δένω»), πρβλ. κηρόδετος, χρυσόδετος].

Greek Monotonic

κερόδετος: -ον, δεμένος μαζί ή φτιαγμένος από κέρατο, σε Ευρ.

Middle Liddell

κερό-δετος, ον
bound with or made of horn, Eur.