κεφαλώνω

Greek Monolingual

κεφαλή
1. εγκαθίσταμαι σε κάποια χώρα ως κυρίαρχος, γίνομαι αφέντης
2. αποκτώ περιουσία με την οποία μπορώ ν' αρχίσω δική μου εργασία, ευπορώ
3. σφυροκοπώ την αιχμηρή άκρη καρφιού για να το πλατύνω και να σχηματίσω κεφαλή.