κηροτυπία

Greek Monolingual

η
μέθοδος χαρακτικής πάνω σε μετάλλινη πλάκα επιχρισμένη με κερί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + -τυπία (< -τύπος < τύπος < τύπτω), πρβλ. λινο-τυπία, μεταξοτυπία].