-α, -ο (Α κηροφόρος, -ον)αυτός που παράγει κερί («κηροφόρο φυτό»)νεοελλ.αυτός που φέρει, που κρατά κερίαρχ.το ουδ. ως ουσ. τo κηροφόρονο κηροστάτης.[ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + -φόρος (< φόρος < φέρω), πρβλ. δρεπανη-φόρος, καρποφόρος.