κιλλακτήρ
English (LSJ)
κιλλακτῆρος, ὁ, ass-driver, Dor. word, Poll.7.56,185.
German (Pape)
[Seite 1438] ῆρος, ὁ, Eseltreiber, Poll. 7, 185, dor.
Greek (Liddell-Scott)
κιλλακτήρ: ῆρος, ὁ, ὀνηλάτης, λέξις Δωρική, Πολυδ. Ζ΄, 56. 185.
Greek Monolingual
κιλλακτήρ, -ῆρος, ὁ (Α)
(δωρ. τ.) ο οδηγός όνου, ο ονηλάτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κίλλος + -ακτήρ (< ακ [< αγ- θ. του ἄγω] + επίθημα -τηρ), πρβλ. επακτήρ, συνακτηρ].