κισσήρης

English (LSJ)

ες, (> ἀραρίσκω) = κισσηρεφής (ivy-clad), ὄχθαι S.Ant. 1132 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1442] ες, dasselbe; ὄχθαι Soph. Ant. 1119, Schol. κισσοφόροι.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
couvert de lierre.
Étymologie: κισσός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κισσήρης -ες [κισσός, ἀραρίσκω] bedekt met klimop.

Russian (Dvoretsky)

κισσήρης: покрытый плющом (Νυσαίων ὀρέων κισσήρεις ὄχθαι Soph.).

Greek Monolingual

κισσήρης, -ῆρες (Α)
κισσηρεφής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κισσός + -ήρης (< ἀραρίσκω «συνδέω, συναρμολογώ»), πρβλ. λογχήρης, ποδήρης.

Greek Monotonic

κισσήρης: -ες (κισσός, *ἄρω), περιβεβλημένος με κισσό, σε Σοφ.

Greek (Liddell-Scott)

κισσήρης: -ες, (κισσός, *ἄρω) περιβεβλημένος κισσόν, ὄχθαι Σοφ. Ἀντ. 1132.

Middle Liddell

κισσ-ήρης, ες κισσός, *ἄρω]
ivy-clad, Soph.