κισσοκόμης

English (LSJ)

κισσοκόμου, ὁ, ivy-crowned, Διόνυσος h.Hom.26.1, cf. IG12(7).80 (Arcesine).

German (Pape)

[Seite 1442] epheugelockt, mit Epheu das Haar umwunden, Bacchus, H. h. Bacch. 1; Σάτυρος, Macedon. 26 (VI, 56).

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
à la chevelure de lierre, càd couronné de lierre.
Étymologie: κισσός, κόμη.

Russian (Dvoretsky)

κισσοκόμης: с увитыми плющом волосами (Βάκχος HH, Σάτυρος Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

κισσοκόμης: -ου, ὁ, μὲ κισσὸν ἐστεμμένος, Διόνυσος Ὁμ. Ὕμν. 25. 1.

Greek Monolingual

κισσοκόμης, ὁ (Α)
στεφανωμένος με κισσό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κισσός + -κόμης (< κόμη), πρβλ. δαφνοκόμης, χρυσοκόμης.

Greek Monotonic

κισσοκόμης: -ου, ὁ (κόμη), στεφανωμένος με κισσό, σε Ομηρ. Ύμν.

Middle Liddell

κισσο-κόμης, ου, κόμη
ivy-crowned, Hhymn.