δαφνοκόμης
From LSJ
δεξιὸν εἰς ὑπόδημα, ἀριστερὸν εἰς ποδάνιπτρα → the right foot into a shoe, the left into a foot-bath | of one who is ready for anything
English (LSJ)
δαφνοκόμου, ὁ, = δαφνόκομος (bay-crowned, laurel-crowned), Opp. C. 1.365.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ de cabellos laureados, e.e. coronado de laurel epít. de Apolo, Opp.C.1.365.
German (Pape)
[Seite 525] ὁ, = folgdm, Φοῖβος Opp. C. 1, 365.
Greek (Liddell-Scott)
δαφνοκόμης: -ου, ὁ, = τῷ ἑπομ., Ὀππ. Κ. 1. 365.
Greek Monolingual
δαφνοκόμης, ο (Α)
ο δαφνόκομος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δάφνη + -κόμης < κόμη «μαλλιά» (πρβλ. αβροκόμης, μελανοκόμης)].