κισσοτόμος

English (LSJ)

κισσοτόμον, (τέμνω) ivy-cutting: κισσοτόμοι (sc. ἡμέραι), αἱ, festival at Phlius, Paus.2.13.4.

Greek (Liddell-Scott)

κισσοτόμος: -ον, (τέμνω), κισσοτόμοι (δηλ. ἡμέραι), αἱ, ἐν αἷς ἔκοπτον τὸν κισσόν, ἑορτή τις ἐν Φλειοῦντι, Παυσ. 2. 13, 4.

Greek Monolingual

κισσοτόμος, -ον (Α)
(το θηλ. πληθ. ως ουσ.) αἱ κισσοτόμοι
(ενν. ἡμέραι)
ετήσια γιορτή στον Φλιούντα της Αργολίδας προς τιμή της Ήβης («ἄγεται δὲ καὶ ἑορτὴ σφίσιν ἐπέτειος ἥν καλοῦσι Κισσοτόμους», Παυσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κισσός + -τόμος (< τόμος < τέμνω), πρβλ. λατόμος, υλοτόμος.