κλισιάδες

English (LSJ)

v. κλεισιάδες.

Russian (Dvoretsky)

κλῐσιάδες: или κλεισιάδες αἱ
1 ворота Plut.;
2 вход, доступ Her., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

κλῐσιάδες: -αἱ, (κλίνω) δικλίδες, ἤτοι συμπτυσσόμεναι πύλαι ἢ θύραι, Πλουτ. Ποπλικ. 20, Φίλων 1. 520, κτλ.· (ὡσαύτως, κλ. θύραι Διον. Ἁλ. 5. 39)· ― μεταφ., μεγάλαι κλισιάδες ἀναπεπτέαται... τῷ Πέρσῃ, εὐρεῖα εἴσοδος, Ἡρόδ. 9. 9. ― Ἀλλ’ ὁ Dind. προτιμᾷ τὴν γραφήν, κλεισιάδες, ἐκ τοῦ κλείω, ἴδε κλισίον ἐν τέλ.

Greek Monotonic

κλῐσιάδες: αἱ (κλίνω), πόρτες ή πύλες που αναδιπλώνουν, σε Πλούτ.· μεταφ., τρόπος εισόδου, πρόσβαση, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

κλίνω
folding doors or gates, Plut.: —metaph. a means of entrance, access, Hdt.