κλυτόμητις
English (LSJ)
ι, gen. -ιδος, famous for skill, epithet of Hephaestus, h.Hom.20.1; of Apollo, Pae.Erythr.p.137 P.; of Asclepius, IG42(1).471 (Epid.), 14.1015, Philostr.Jun.Im.13 (-μήτης codd.); of a judge, APl.4.43.
German (Pape)
[Seite 1457] ιος, berühmt durch Einsicht, Erfindsamkeit, Hephästus, H. h. 19, 1. von einem Baumeister, Ep. ad. 359 (Plan. 43); Philostr. imagg. 3, 13.
French (Bailly abrégé)
ιος (ὁ, ἡ)
célèbre pour sa sagesse, pour son talent.
Étymologie: κλυτός, μῆτις.
Russian (Dvoretsky)
κλῠτόμητις: ιος adj. изобретательный, искусный (Ἣφαιστος HH).
Greek (Liddell-Scott)
κλῠτόμητις: ι, γεν. ιος, περίφημος διὰ τὴν εὐφυΐαν του, ἐπίθ. τοῦ Ἡφαίστου, Ὁμ. Ὕμν. 19. 1· τοῦ Ἀπόλλωνος, Συλλ. Ἐπιγρ. 5973c· ἀρχιτέκτονος, Ἀνθ. Πλαν. 43.
Greek Monolingual
κλυτόμητις, -ι (AM)
ξακουστός για τη σοφία του και τη σύνεσή του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλυτός + -μητις (< μῆτις «σοφία»), πρβλ. αγκυλόμητις, ποικιλόμητις].
Greek Monotonic
κλῠτόμητις: -ι, γεν. -ιος, περίφημος για τις ικανότητές του, σε Ομηρ. Ύμν.