κναφευτικός

English (LSJ)

later Att. γναφευτικός, ή, όν, belonging to a fuller: ἡ κν. (sc. τέχνη) fuller's art, Pl.Plt. 282a; ἡ γν. Id.Sph.227a.

German (Pape)

[Seite 1459] zum Walker gehörig, ἡ γναφευτική, sc. τέχνη, die Walkerkunst, Plat. Polit. 282 a Soph. 227 a.

Greek (Liddell-Scott)

κνᾰφευτικός: -ή, -όν, ἀνήκων εἰς γναφέα· ἡ κναφευτικὴ (δηλ. τέχνη), ἡ τέχνη ἢ τὸ ἐπάγγελμα τοῦ γναφέως, Πλάτ. Πολιτικ. 282Α. πρβλ. Σοφιστ. 227Α· ἴδε κνάπτω, ἐν τέλ.

Greek Monolingual

κναφευτικός, -ή, -όν (Α)
βλ. γναφευτικός.