κοίνωμα

English (LSJ)

-ατος, τό,
A intercourse, esp. sexual, Dionys.Minor 1, cf. Socr.Ep.35, 36.
2 Glossaria on δαμώματα, Hsch.
II mortised joint, Ph.Bel.57.19.

German (Pape)

[Seite 1469] τό, Gemeinschaft, bes. eheliche, Plut. Δωρίδος ἐκ μητρὸς Φοίβου κοινώμασι βλαστών, de Alex. fort. 2, 5.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
relations intimes.
Étymologie: κοινόω.

Russian (Dvoretsky)

κοίνωμα: ατος τό близкие отношения, тж. брачная связь Plut.

Greek (Liddell-Scott)

κοίνωμα: τό, συνουσία, ἰδίως σαρκική, Πλούτ. 2. 338Α.

Greek Monolingual

κοίνωμα, τὸ (Α) κοινώ
1. ερωτική ομιλία, συνεύρεση, συνουσία
2. σύνδεσμος, αυλακωτός αρμός.