κοιλιοδαίμων

English (LSJ)

-ονος, ὁ and ἡ, one who makes a god of his belly, of a parasite, Eup.172, cf. Ael.Fr.109, Ath.3.97c.

German (Pape)

[Seite 1466] ονος, ὁ, der seinen Bauch zu seinem Gotte macht, der Schlemmer; καὶ γάστρων Ath. III, 97 c, vgl. 100 b; Clem. Al.

Greek (Liddell-Scott)

κοιλιοδαίμων: -ονος, ὁ καὶ ἡ, ὁ θεοποιῶν τὴν ἑαυτοῦ κοιλίαν, ἐπίθ. παρασίτου, Εὔπολ. ἐν «Κόλαξι» 4, πρβλ. Αἰλ (;) παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. Ἰούνιος, Ἀθήν. 97C, Εὐστ. Πονημ. 209. 41· πρβλ. σοροδαίμων.

Greek Monolingual

κοιλιοδαίμων, -ονος, ὁ, ή, κοιλιόδαιμον, τὸ (Α)
(ως επίθ. παρασιτικού ανθρώπου) αυτός που έχει ως θεό την κοιλιά, κοιλιόδουλοςγάστρων και κοιλιόδαιμον ἄνθρωπε», Εύπολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοιλία + δαίμων (πρβλ. βροτοδαίμων, νεκυδαίμων)].