κοιλῶνυξ, ὁ, ἡ (Α)(για άλογα) αυτός που έχει κοίλες οπλές.[ΕΤΥΜΟΛ. < κοῖλος + -ῶνυξ (< ὄνυξ «νύχι»), πρβλ. αιγώνυξ, χαλκώνυξ. Το -ω- λόγω της συνθέσεως].