κοινοβωμία

English (LSJ)

ἡ, community of altar, of gods worshipped in common, ἀνάκτων τῶνδε κοινοβωμίαν σέβεσθε A.Supp.222.

German (Pape)

[Seite 1468] ἡ, Gemeinschaftlichkeit des Altars, gemeinsame Verehrung mehrerer Gottheiten auf einem Altare, πάντων δ' ἀνάκτων τῶνδε κοινοβωμίαν σέβεσθε Aesch. Suppl. 219, d. i. die gemeinschaftlich auf dem Altare verehrten.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
communauté d'autels, càd culte de plusieurs divinités sur un même autel.
Étymologie: κοινός, βωμός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κοινοβωμία -ας, ἡ [κοινός, βωμός] gemeenschap van altaar.

Russian (Dvoretsky)

κοινοβωμία: ἡ общность алтаря: πάντων ἀνάκτων κοινοβωμίαν σέβεσθαι Aesch. поклоняться всем богам у одного алтаря.

Greek Monolingual

κοινοβωμία, ἡ (Α)
η κοινή λατρεία πολλών θεών στον ίδιο βωμό («πάντων δ' άνάκτων τῶν δε κοινοβωμία σέβεσθε», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + βωμός.

Greek (Liddell-Scott)

κοινοβωμία: ἡ, (βωμὸς) κοινότης βωμῶν, ἐπὶ θεῶν λατρευομένων δι’ ἑνὸς κοινοῦ βωμοῦ, ἀνάκτων τῶνδε κοινοβωμίαν σέβεσθε Αἰσχύλ. Ἱκ. 222· πρβλ. ἀγώνιος.

English (Woodhouse)

community of worship