κοινοδήμιον

English (LSJ)

τό, common assembly of the people, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1468] τό, = δημόσιον, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

κοινοδήμιον: τό, κοινὴ συνάθροισις τοῦ λαοῦ, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

κοινοδήμιον, τὸ (Α)
1. δημόσιο δικαστήριο
2. κοινή, γενική συνέλευση του λαού
3. (κατά το λεξ. Σούδα) «τὸ τῷ δημοσίῳ κοινόν».
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + -δήμιον, ουδ. του δήμιος (< δῆμος), πρβλ. επιδήμιος, πανδήμιος.