κοινόπλους

English (LSJ)

-ουν, contr. for κοινόπλοος.

French (Bailly abrégé)

ους, ουν :
att. c. κοινόπλοος.

Greek Monolingual

κοινόπλους, -ουν και κοινόπλοος, -οον (Α)
αυτός που συμπλέει, που ταξιδεύει μαζί με άλλον ή άλλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + πλοῦς (πρβλ. διάπλους, φιλόπλους)].

Greek Monotonic

κοινόπλους: -ον, συνηρ. -πλους, -ουν (πλέω), αυτός που συμπλέει, σε Σοφ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κοινόπλους -ουν [κοινός, πλέω] samen varend.

Middle Liddell

κοινό-πλους, ουν πλέω
sailing in common, Soph.