κοινόφρων

English (LSJ)

κοινόφρον, gen. ονος, like-minded with, τινι E.Ion577, IT1008.

German (Pape)

[Seite 1469] ονος, gleichgesinnt, πατρί Eur. Ion 577, vgl. I. T. 1008.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
en communauté de sentiments avec, τινι.
Étymologie: κοινός, φρήν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κοινόφρων -ον [κοινός, φρήν] eensgezind:. κοινόφρων πατρί eensgezind met je vader Eur. Ion 577.

Russian (Dvoretsky)

κοινόφρων: 2, gen. φρονος одинаково думающий, одинакового образа мыслей, единодушный (τινί Eur.).

Greek Monolingual

κοινόφρων, -ον (Α)
αυτός που έχει κοινά φρονήματα, κοινή γνώμη με κάποιον, ομόφρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + -φρων (< φρήν), πρβλ. κερδαλεό-φρων, παρά-φρων].

Greek Monotonic

κοινόφρων: -ον (φρήν), αυτός που έχει την ίδια γνώμη, τινί, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

κοινόφρων: -ον, (φρὴν) ἔχων κοινὸν φρόνημα μετά τινος, τινὶ Εὐρ. Ἴων 577, Ι. Τ. 1008.

Middle Liddell

κοινό-φρων, ον, φρήν
like-minded with, τινί Eur.